- αντιβόλαιον
- ἀντιβόλαιον, το (Μ)1. ακριβές χειρόγραφο προς το οποίο συγκρίνονται τα αντίγραφα2. το ανθιβόλιον*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θιβόλι — το αντιβόλαιον*, υπόδειγμα, σχέδιο από χαρτί ή και μέταλλο, χνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθιβόλιον < αντιβόλιον < αντί + βάλλω] … Dictionary of Greek